μίασμ'

μίασμ'
μίασμα , μίασμα
stain
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπερτοξεύσιμος — ον, Α 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπερβεί 2. μτφ. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ξεχάσει ή να μην λάβει σοβαρά υπ όψιν («μίασμ ἔλεξας οὐχ ὑπερτοξεύσιμον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερτοξεύω + κατάλ. σιμος (πρβλ. στρατεύ σιμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”